Είναι κοινά αποδεκτό ότι ζούμε σε μια κοινωνία ανισότητας, όπου τα Άτομα με Αναπηρία, παρουσιάζονται με ποικίλους στερεοτυπικούς τρόπους, όπως αδύναμα, ανίσχυρα, ανίκανα, ως θύματα, αντικείμενα οίκτου, εμπαιγμού, συχνά ως επικίνδυνα ή άλλοτε ως άτομα μεγαλοφυή και υπερ-ήρωες. Μια εικόνα, σαφώς εσφαλμένη και ψευδής. Η εκπαίδευση, όμως, μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός άμβλυνσης αυτών των ανισοτήτων, παρέχοντας σε όλους τους ανθρώπους, με ή χωρίς αναπηρία, τη δυνατότητα να ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες και να οδηγηθούν σε ατομική και κοινωνική πρόοδο. Βέβαια, για να συμβεί αυτό προϋποθέτει μια εκπαίδευση δημοκρατική, η οποία σέβεται τη διαφορετικότητα, την πολυμορφία και απευθύνεται σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τα όποια σωματικά, νοητικά, κοινωνικά, συναισθηματικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Μια εκπαίδευση και ένα σχολείο για όλους, το οποίο αντιμετωπίζει τη διαφορά ως δυνατότητα και όχι ως ελάττωμα, θεωρεί την αναπηρία ως πρόκληση και πηγή δημιουργίας, αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάθε μαθητή/τρια με αναπηρία ή όχι, να εξελίσσεται, να δημιουργεί και να χαίρεται τη ζωή.
Το ζητούμενο, λοιπόν είναι να αποκομίσουν οι μαθητές/τριές μας, τη δυνατότητα διαμόρφωσης της δικής τους στάσης απέναντι στην αναπηρία μέσα από την απομυθοποίησή της, την απελευθέρωση της σκέψης από τα στερεότυπα, αποβάλλοντας
κάθε φόβο, οίκτο, εγωισμό και αμηχανία απέναντί τους. Πιο αναλυτικά, επιδιώκουμε να διαπιστώσουν ότι δεν υπάρχουν άτομα με ειδικές ανάγκες, διότι όλοι είμαστε διαφορετικοί, αλλά έχουμε τις ίδιες ανάγκες για αγάπη, φροντίδα, αποδοχή και ίσες ευκαιρίες στη ζωή.
Ωστόσο, για την επίτευξη του παραπάνω στόχου, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η αποσαφήνιση της έννοιας και ο τρόπος προσδιορισμού του όρου «αναπηρία» σε όλους τους συμπολίτες μας, ένα από τα σημαντικότερα σημεία αντιπαράθεσης στο χώρο της επιστήμης. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος όρος παρά τις προσπάθειες να περιγραφεί με σαφήνεια συναντά πολλαπλά εμπόδια, καθώς πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο διαφοροποιείται τόσο ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις όσο και με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου που τη φέρει. Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης πολυπλοκότητας είναι ότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνική ομάδα κατανοεί με το δικό της τρόπο το άτομο με αναπηρία.
Οι διάφοροι ορισμοί, λοιπόν που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: εκείνη που την κατανοεί ως βιολογική κατάσταση και εκείνη που την αντιμετωπίζει ως κοινωνική κατάσταση. Αντίστοιχα, η πρώτη περίπτωση συνδέεται με τη διατύπωση ενός ιατρικού-βιολογικού μοντέλου, όπου το άτομο θεωρείται ότι έχει ανάγκη από ιατρική αντιμετώπιση, προσεγγίζεται ως άρρωστο ή ως «βεβαρημένο» με μια συγκεκριμένη κατάσταση -την αναπηρία- και μετατρέπεται σε έναν παθητικό δέκτη, που πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό του πρόβλημα προσαρμόζοντας τη ζωή του σε αυτό. Από την άλλη, η δεύτερη αντικατοπτρίζεται στο κοινωνικό-οικοσυστημικό μοντέλο κατανόησης της αναπηρίας, όπου την κατανοεί ως κοινωνική κατασκευή, εξετάζεται μέσα στο γενικότερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό της πλαίσιο και
προσδιορίζεται με όρους κοινωνικούς. Ως εκ τούτου, δε θεωρείται ως ιδιαίτερο ατομικό χαρακτηριστικό του, αλλά ως περιορισμός που επιβάλλεται από την κοινωνία, η οποία είναι ουσιαστικά εκείνη που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους, αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της πλήρους συμμετοχής τους στο κοινωνικοπολιτισμικό γίγνεσθαι.
Για τους παραπάνω λόγους, απαιτείται διαρκής επαναπροσδιορισμός και επανασχεδιασμός της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία. Χρέος όλων μας, είναι να ενεργοποιηθούμε απέναντι στον αποκλεισμό αυτό, γιατί αν πραγματικά θέλουμε να είμαστε μέλη μιας ανθρωποκεντρικής πολιτείας, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι τα δικαιώματα, όπως και οι υποχρεώσεις των ατόμων με αναπηρία είναι ακριβώς τα ίδια με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθενός μας. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως σε αυτό τον κόσμο που ζούμε δεν περισσεύει κανείς!
Μποτσφάρη Μελπομένη
Εκπαιδευτικός, MSc Ειδικής Αγωγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου